συνείσειμι

συνείσειμι
ΜΑ
εισέρχομαι συγχρόνως («εἰσιόντος τοῡ ἀέρος συνεισιόντα ταῡτα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + εἴσειμι «εισέχομαι, παρουσιάζομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”